- πολοκράτωρ
- -ορος, ὁ, Αο κυρίαρχος τών πόλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + -κράτωρ (< κρατῶ) (βλ. λ. αυτο-κράτωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολοκράτωρ — ruling the pole masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολοκράτορες — πολοκράτωρ ruling the pole masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)